- ὀλιγόβιος
- ὀλιγόβιοςshort-livedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολιγόβιος — ὀλιγόβιος, ον (ΑΜ) αυτός που ζει λίγα χρόνια, που έχει βραχύ βίο, βραχύβιος, ολιγόζωος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγόβιον η βραχύτητα τού βίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + βίος, πρβλ. βραχύ βιος] … Dictionary of Greek
ὀλιγόβιον — ὀλιγόβιος short lived masc/fem acc sg ὀλιγόβιος short lived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοβιώτερα — ὀλιγόβιος short lived neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοβίου — ὀλιγόβιος short lived masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοβίων — ὀλιγόβιος short lived masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοβίῳ — ὀλιγόβιος short lived masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόβια — ὀλιγόβιος short lived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόβιοι — ὀλιγόβιος short lived masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek